Το 1949, τρίτη και τελευταία χρονιά του Εμφυλίου πολέμου, ο Βλάσης και ο Ανέστης, δυο νεαρά αδέρφια, πολεμούν στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας σε αντίπαλα στρατόπεδα. Μεγαλωμένα στα χωριά και τα βουνά της περιοχής, το Γράμμο και το Βίτσι, χρησιμοποιούνται ως οδηγοί, σε άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια και περάσματα. Μαζί τους δεκάδες στρατιώτες και αντάρτες, όλοι τους πολύ νέοι που σκοτώνουν και σκοτώνονται σ' αυτόν τον παράλογο, άδικο και αδελφοκτόνο πόλεμο. Οι μικρές ιστορίες του καθενός γράφονται στις μάχες που φουντώνουν στα υψώματα. Γράφονται σε συσκέψεις επιτελών, σε τελετές με παράσημα και τραγούδια, σε αίθουσες στρατοδικείων και τόπους εκτελέσεων.
Η "Ψυχή Βαθιά" είναι φόρος τιμής στα σπαταλημένα νιάτα μετρώντας πολλούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές των χαρακωμάτων, κατάθεση μνήμης και σεβασμού για τα χιλιάδες ανώνυμα θύματα ενός ολέθριου πολέμου που δεν ανέδειξε νικητή γιατί ηττήθηκε όλη η Ελλάδα.